ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΜΟΥ

ΜΥΝΗΜΑ ΗΜΕΡΑΣ

ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ

ΓΙΑ ΑΡΙΣΤΗ
ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΤΕ
FIREFOX
ή
GOOGLE CHROME

Εγγραφείτε

Εγγραφείτε και λάβετε τα νέα μας θέματα στο e-mail σας..




facebook twitter gplus rss

Κατεβάστε την Android εφαρμογή μας για να περιηγηθείτε εύκολα και γρήγορα στο ιστολόγιο μας.


Κάθε μέρα το πρωί ...

... βάλε αρχή σε κάθε αρετή και εντολή του θεού. Και αγωνίσου
Με πολλή υπομονή
Με φόβο και μακροθυμία,
Με αγάπη θεού,
Με όλη την προθυμία ψυχής και σώματος,
Με ταπείνωση πολλή,
Με υπομονή θλίψης της καρδιάς και προσεκτική φύλαξη της
Με προσευχή πολλή
Με προσευχή για τους άλλους με στεναγμούς,
Με αγνότητα γλώσσας,
Με προσοχή στα μάτια.
Να μη οργίζεσαι κι αν ακόμα σε ατιμάζουν, αλλά έχοντας ειρήνη μέσα σου•
Να μην ανταποδίνεις κακό αντί κακού
Να μην προσέχεις τα λάθη των άλλων
Να μη δίνεις αξία στον εαυτό σου, πού είναι κάτω από όλα τα κτίσματα
Να αντιτάσσεται και να απαρνείσαι την ύλη και όλα όσα έχουν σχέση με τη σάρκα.
Να ζεις:
Με διάθεση άρσης σταυρού, Με αγωνιστικό φρόνημα, Με πτωχεία του πνεύματος,
Με άσκηση και προαίρεση πνευματική,
Με μετάνοια και δάκρυα,
Με αγώνα πολέμου,
Με διάκριση,
Με αγνότητα ψυχής,
Με φαγητό όπως πρέπει,
Δουλεύοντας με ησυχία το εργόχειρο,
Με νυχτερινές αγρυπνίες,
Υπομένοντας την πείνα και τη δίψα, το κρύο και τη γύμνια,
Κοπιάζοντας. και πάνω άπ' όλα και μαζί μ' αυτά:
Να κλείνεις ό ίδιος τον τάφο από πάνω σου σαν να έχεις πεθά¬νει,
Έχοντας το φρόνημα πώς κοντά σου βρίσκεται ό θάνατος κά¬θε στιγμή...
Θα θελήσει άραγε να ακούσει ό σύγχρονος άνθρωπος τα μηνύματα αυτά πού μας στέλνουν οι αρχαίοι ασκητές της Θηβαΐδος και οι άλλοι αντίστοιχοί τους; Θα το θελήσει;

ΝΕΑΝΙΚΗ ΕΣΤΙΑ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΝΗΣΗΣ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΝΗΣΗΣ
ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

H ΠΙΣΤΗ

H ΠΙΣΤΗ
Στην εποχή μας, δυστυχώς η λογική κλόνισε την πίστη και γέμισε τις ψυχές με αμφιβολίες. Έτσι, επόμενο είναι να στερούμαστε τα θαύματα, γιατί το θαύμα ζείται και δεν εξηγείται" Γέρων Παϊσιος

ΑΦΕΣΙΝ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
ΕΠΙΚΑΛΟΥ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΙΝΑ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΙΔΗΣ ΤΗΝ ΩΦΕΛΕΙΑΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΘΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΝΟΟΥΜΕΝΗΣ.

ΟΛΗ Η ΛΙΣΤΑ

ΟΛΗ Η ΛΙΣΤΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

greek-sites.gr - Κατάλογος Ελληνικών Ιστοσελίδων

Δωρεά Οργάνων

Δωρεά Οργάνων
ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Flag Counter

Η βοήθεια της Εκκλησίας

Κάνε κλικ στην εικόνα να δεις που μπορείς να απευθυνθείς για βοήθεια...

Blog Archive

ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ
ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ
]]> . . .
Από το Blogger.

ΟΛΑ FREE

ΟΛΑ FREE
ΜΑΘΕΤΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ

TRANSLATE


English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Print Friendly Version of this pagePrint Get a PDF version of this webpagePDF


Ως οικουμενική σύνοδος μπορεί να οριστεί μία σύνοδος οι αποφάσεις της οποίας γίνονται αποδεκτές από την παγκόσμια εκκλησιαστική κοινότητα. Στο χαρακτηρισμό της δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το μέγεθος του αριθμού των συμμετεχόντων επισκόπων, λόγω του ότι αυτός μπορεί να ποικίλλει σε κάθε σύνοδο, ούτε η αντιπροσωπευτικότητα την οποία έχει έναντι των κατά τόπους εκκλησιών. Μέτρο για την ανάδειξη μιας Συνόδου ως Οικουμενικής είναι η επακόλουθη αποδοχή των αποφάσεών της και η παγκόσμια αναγνώριση της οικουμενικότητάς της. Όλες οι οικουμενικές σύνοδοι έλαβαν χώρα από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα.


Οι μεγάλες συνελεύσεις

Οι οικουμενικές σύνοδοι ήταν σύννομα συγκαλούμενες συνελεύσεις εκκλησιαστικών αξιωματούχων και θεολόγων εμπειρογνωμόνων, δηλ. "μεγάλαι συνελεύσεις επί το αυτό των εξ απάσης της χριστιανικής οικουμένης επισκόπων της Εκκλησίας, προς κοινήν συνδιάσκεψιν και απόφανσιν επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων....Δέον να προστεθή δε ότι και οι επίσκοποι δεν μετείχον άπαντες υποχρεωτικώς εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, καθ' όσον η τοιαύτη συμμετοχή δεν ελογίσθη ως νομικώς αναγκαία και απαραίτητος· ήρκει μόνον να εκπροσωπώνται οπωσδήποτε αποχρώντως τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις και περιφέρειας...".



Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, άρχιζε μέ πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου διαδικασία της αποδοχής των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754).

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από "αίτησιν εκκλησιαστικήν" συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο "ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'".

Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν "πρώτον μεν σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν" καθώς "αι διάφοροι αιρέσεις αι κατά καιρούς εμφανισθείσαι, αίτινες δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα" αλλά και "κανόνας, αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας, και επέχοντας θέσιν νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη τής Εκκλησίας καί δια τό Κράτος.".

Έτσι, για τις αποφάσεις των Συνόδων, "ό,τι προσκρούει" στην Αγία Γραφή "δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας.". Κατ' αυτό τον τρόπο "και αύται δε αι οικουμενικαί Σύνοδοι αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και ουδέποτε εισηγητικώς, πάντοτε δηλαδή ερμηνεύουν, ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον" αφού "εκ της Γραφής βάσις της αληθείας ταύτης ανεπτύχθη αυθεντικώς και κατωχυρώθη υπό Οικουμενικών Συνόδων" των οποίων την ορθή ερμηνεία αποδέχονται οι Ορθόδοξοι.

Από την Ανατολική Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον Ποντίφηκα έχει θεμελιώδη σημασία.

Η αρχή των Συνόδων "ανάγεται εις την το πρώτον συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ. 'Αποστολικήν Σύνοδον', και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι αποστολικός, ούτως ώστε αι Σύνοδοι της Εκκλησίας έχουσιν αναντιλέκτως αρχήν και χαρακτήρα αποστολικόν.".

Η φράση «Οικουμενική σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Πρώτης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (Β' Οικουμενική) το 381.. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης:"Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας.".

Αργότερα, οι Ρωμαίοι αναφέρονταν με τη φράση «orbis Romanus» στα πολιτικά όρια τα οποία συνέπιπταν με εκείνα της αρχαίας ελληνολατινικής εκκλησίας. Όταν στη συνέχεια υπήρξαν επίσκοποι από τις χώρες των βαρβάρων, οι οικουμενικές σύνοδοι αντιπροσώπευαν το σύνολο του χριστιανικού κόσμου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, "βάρβαροι χαρακτηρίζονται λαοί, φυλές, ή και ομάδες ανθρώπων, που δεν ανήκαν στο Ρωμαϊκό Κράτος" και όχι όπως στην Αρχαία Ελλάδα όπου "ως βάρβαρος χαρακτηριζόταν 'πας μη Έλλην'", αφού ο αυτοπροσδιορισμός των Βυζαντινών ως Ελλήνων ήταν ένα γεγονός που συντελέστηκε σταδιακά μόλις από τον 12ο αιώνα και μετά, με αφορμή εξωεκκλησιαστικούς παράγοντες (οικονομική διείσδυση και επιθετικότητα της Δύσης). Μέχρι τότε, ο διαχωρισμός γινόταν ανάμεσα σε "Ρωμαίους (Βυζαντινούς)...και...βαρβάρους", ο στρατός καλούνταν να υπερασπίσει τους "Ρωμαίους πολίτες και την αυτοκρατορία...έναντι των βαρβάρων" και τα στρατεύματα που μάχονταν ήταν"βαρβαρικά...εναντίον ρωμαϊκών".

Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός

Σχετικά με τον ρόλο των αυτοκρατόρων στις Συνόδους, ο Β. Στεφανίδης υιοθέτησε την άποψη ότι ήταν σημαντικός στο πλαίσιο της ευρύτερης εκκλησιαστικής του εξουσίας:«Εκ του αυτοκράτορος εξηρτάτο η εκλογή των επισκόπων και μάλιστα των πατριαρχών, η ίδρυσις και συγχώνευσις επισκοπών και αρχιεπισκοπών και η ανύψωσις αυτών εις μητροπόλεις, η ανακήρυξις αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εις τον αυτοκράτορα εγίνοντο εκ των εκκλησιαστικών δικαστηρίων εφέσεις. Ο αυτοκράτωρ συνεκάλει τας οικουμενικάς συνόδους, διήυθηνεν αυτάς προσωπικώς ή δι' αντιπροσώπων, τας συνοδικάς αποφάσεις καθίστα νόμους του κράτους και εκ των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών αυτός ενίοτε ώριζε, τίς θα επικρατήσει. [...] Ο αυτοκράτωρ είχεν ιερατικόν χαρακτήρα. Ήδη οι εθνικοί αυτοκράτορες είχον τοιούτον χαρακτήρα (ο ρωμαίος αυτοκράτωρ ήτο άκρος αρχιερεύς του εθνισμού, pontifex maximus). Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτωρ είπεν· «ἐγὼ δὲ τῶν ἐκτὸς ὑπὸ θεοῦ καθεσταμένος ἐπίσκοπος ἂν εἴην» (Ευσεβίου, Βίος του Μεγ. Κωνσταντίνου 4,24), ο δε Ευσέβιος περί αυτού σαφέστερον είπεν· «οἷά τις κοινὸς ἐπίσκοπος ἐκ θεοῦ καθεσταμένος» (αυτ. 1,44). Εν ταις συνόδοις ο αυτοκράτωρ επευφημείτο ως αρχιερεύς. [...] Δια των λέξεων τούτων οι αυτοκράτορες ανακηρύχθησαν ισαπόστολοι και θεόπνευστοι. Επί του αυτοκράτορος εχρησιμοποιείτο το επίθετον "άγιος", εξ αυτού δε παρέλαβον αυτό οι επίσκοποι μέχρι σήμερον. [...] Η Εκκλησία από του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήλθεν εις στενήν σύνδεσιν μετά της πολιτείας και κατ' ανάγκην εις περισσοτέρας, ή πρότερον, σχέσεις μετά του κόσμου. Τούτο συνετέλεσεν, ίνα η γενική ηθική κατάστασις των χριστιανών υποστή δευτέραν κατάπτωσιν».

Σε αντίθεση με την άποψη αυτή, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων. Οι ιστορικοί θεωρούν επίσης ότι δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο...Πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία". Αρκετοί ερευνητές και η έγκριτη ΘΗΕ δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη και θεωρούν πως επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας  , καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων, και "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη" ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι .

Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του Ευσεβίου και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει "εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις...". Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος "είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί.". Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας "είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου" διαφορετικά, η σύνοδος "αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)."

Η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..." και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών...εφ' όσον αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)". Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να επανεξεταστεί το όλο ζήτημα με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας , ο οποίος σε δογματικό επίπεδο, δεν έκανε κάτι περισσότερο από το να εκφράζει το δόγμα που όλοι οι Ορθόδοξοι πίστευαν . Εκτός αυτού, με μια συνοπτική θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε ότι επανειλημμένα η αυτοκρατορική εξουσία προσπάθησε να επιβάλλει τις απόψεις της στην Εκκλησία σε σοβαρά ζητήματα χωρίς τελικά να το καταφέρει:
"Ο Κωνσταντίνος...επέβαλε τον αρειανισμό" και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού, εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου" .
Καταγράφεται η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού" που "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου".
Ο σφετεριστής "Βασιλίσκος [επέβαλε] τον Μονοφυσιτισμό", "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες".
Ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους" και τελικά"παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον" η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική".
Ο Ιουστινιανός "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού" με διάταγμα του 564 μ.Χ. και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν".
Ο Ηράκλειος "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν" με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ..
Ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι [επέβαλαν] την εικονομαχίαν".
H "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους...βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτωρ αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του".
Η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν μαρτυρεί τάσεις προς καισαροπαπισμόν, ο οποίος όμως απέτυχεν" όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', όμως "στη σύνοδο του 1277 ...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία".

Ιστορικοί, εξέφρασαν στο παρελθόν απόψεις περί γενικού Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο . Φαίνεται όμως ότι η "πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό" δεν φαίνεται ικανή "να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές.".

Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;".

Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής, ακριβέστερον των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας" .

Διαφορετική είναι η θέση που προβάλλει ο Hans-Georg Beck, ο οποίος αναλύοντας τα θεμέλια μιας πολιτικής ορθοδοξίας, διαμορφωμένης εξαρχής στη βυζαντινή αυτοκρατορία, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου του «μέγιστου ποντίφηκα», θεωρεί πώς η εκκλησία δεν αμφισβήτησε ποτέ αυτή την ιδιότητα, με την οποία προχώρησε στη σύγκληση μιας συνόδου, παρόλο που αυτή η αναγνώριση δε σήμαινε κατ' ανάγκην και δικαίωμα του αυτοκράτορα να παίρνει δογματικές αποφάσεις . Στο εννοιολογικό πλαίσιο του ρόλου του αυτοκράτορα στο Βυζάντιο η συμμετοχή στις οικουμενικές συνόδους ήταν σχεδόν υποχρεωτική, καθώς οι αυτοκράτορες δεν διακινδύνευαν ρήγματα στη θρησκευτική ενότητα, γιατί αποδεδειγμένα τα θρησκευτικά ρήγματα είχαν πολιτικές επιπτώσεις. Σε τούτο συναινεί και η άποψη του Ευσέβιου, ο οποίος θεωρεί πως «αν υπάρχει πλήρης ομόνοια ανάμεσα στους δούλους του Θεού, τότε οι δημόσιες υποθέσεις θα πάρουν τροπή προς το καλύτερο».

Ο καισαροπαπισμός, δεν αποτελεί τμήμα του ορθόδοξου δόγματος. Η ιστορική πραγματικότητα του καισαροπαπισμού όμως, αντιτιθέμενη στη δογματική διατύπωση, προκύπτει, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Κάλλιστο Γουέαρ, από τη σύγχυση της Βυζαντινής αυτοκατορίας με το Βασίλειο του Θεού και τον ζήλο των Βυζαντινών να «εγκαθιδρύσουν επί της γης μια ζώσα εικόνα της ουράνιας διακυβέρνησης του Θεού» .

Μεταβυζαντινή εικόνα με θεολογική αναπαράσταση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Μιχαήλ Δαμασκηνός, 1591, Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Σιναϊτών, Ηράκλειο Κρήτης

                               Οι Επτά Οικουμενικές Σύνοδοι 

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος - Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συγκλήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διακήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα. Τέλος αποκρούστηκε η αγαμία των κληρικών.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος - Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ τον Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το381 και συμμετείχαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι, οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος («πνευματομάχοι») και, για ακόμη μια φορά, τον Άρειο, και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος - Σύνοδος της Εφέσου

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Παρόλο αυτά η σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος - Σύνοδος της Χαλκηδόνας

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού. Ένα άλλο μέρος πιστών,οι οπαδοί του του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτοί ονομάστηκαν Προχαλκηδόνιοι ή Αντιχαλκηδόνιοι.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος 

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).

Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος


Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το 680 μέχρι το 681 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθινή ενανθρώπηση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση.Yπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αxωρίστως, ασυγχύτως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα μεταξύ τους.

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος - Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία «Εν Τρούλλω Σύνοδος». Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε' και ΣΤ' Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε το δόγμα ότι η εικονογράφηση του Χριστού και των Αγίων εδράζεται στην ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας και διευκρινίστηκε ότι η τιμή προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη.

Των επτά Οικουμενικών Συνόδων «μνήμην ποιούμεθα» 

Της Α’ Οικουμενικής Συνόδου: 28 Μαΐου.
Της Β’ Οικουμενικής Συνόδου: 22 Μαΐου.
Της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου: 9 Σεπτεμβρίου.
Της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου: 13 Ιουλίου.
Της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου: 25 Ιουλίου.
Της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου: 14 Σεπτεμβρίου.
Της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: 14 Οκτωβρίου.


Η αντίληψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τις επτά Οικουμενικές Συνόδους

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι κανόνες που εξέδωσαν "αι επτά θεόπνευστοι Οικουμενικαί Σύνοδοι", υποδεικνύουν το ορθό επειδή:
Στηρίζονται στη θεόπνευστη Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική παράδοση.
Θεσπίσθηκαν ή επικυρώθηκαν (εγκρίθηκαν) από την Εκκλησία με Οικουμενικές Συνόδους που εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας.
Η έγκριση από Οικουμενική Σύνοδο δίνει στον Κανόνα οικουμενικότητα, διαχρονικότητα, διατοπικότητα και αυθεντικότητα.

0 σχόλια:

ΘΕΟΤΟΚΟΣ

ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

ΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΜΟΥ

FACEBOOK


Π. ΠΑΙΣΙΟΣ

Άγιος Παναγής Μπασιάς

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

TΡΙΩΔΙΟΝ

TΡΙΩΔΙΟΝ
Περιχαρῶς δεξώμεθα πιστοί, τὸ θεόπνευστον διάγγελμα τῆς Νηστείας, ὡς πρῴην οἱ Νινευῖται, καὶ αὖθις πόρναι καὶ τελῶναι, τὸ τῆς μετανοίας κήρυγμα, παρὰ τοῦ Ἰωάννου, δι' ἐγκρατείας ἑτοιμασθῶμεν πρὸς μετουσίαν, τῆς ἐν τῇ Σιὼν δεσποτικῆς ἱερουργίας, διὰ δακρύων προκαθαρθῶμεν τοῦ ἐν αὐτῇ θείου Νιπτῆρος, προσευξώμεθα ἰδεῖν τὴν τοῦ τυπικοῦ ἐνταῦθα, Πάσχα τελείωσιν, καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἀνάδειξιν, παρασκευασθῶμεν εἰς προσκύνησιν τοῦ Σταυροῦ, καὶ τῆς Ἐγέρσεως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, βοῶντες πρὸς αὐτόν· Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς, ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν φιλάνθρωπε!

ΑΚΟΥΣΤΕ ΖΩΝΤΑΝΑ

Recommended Post Slide Out For Blogger

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ

ΦΙΛΙΚΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

Έκτρωση :

Έκτρωση :
ψυχοσωματικές επιπτώσεις (video)

ΑΓΓΕΛΟΙ

ΤΥΠΙΚΟΝ ΤΗ Μ. Χ. Ε

Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού

Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού
(Περιεχόμενα)

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Το banner μας

ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΑΥΤO

ΤΟ ΠΛΗΚΤΡΟ

ΘΑ ΜΠΕΙ ΤΟ ΣΗΜΑ ΜΟΥ
ΣΤΟ BLOG ΣΑΣ

Eν κατακλείδι, παρακαλώ με ταπείνωση, Πατέρες και αδελφοί, να βοηθήσετε και εμένα τον αμαρτωλό και αδιάφορο για την σωτηρία μου, με την προσευχή σας…και έτσι να ξυπνήσω απο την αναισθησία μου και να καλώ το όνομα του Κυρίου μας για βοήθειά μου. Αμήν. (Ιερομ. Κλεόπας Ηλίε, Ρουμάνος)......

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

ΤΥΠΙΚΟΝ

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ

ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙ

ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙ
ΤΟΥ ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ